Toni Black

Τρίτη, Ιουνίου 06, 2006

the irony of being yourself

Περπατάς στο κέντρο της πόλης, ξημέρωμα Κυριακής. Γύρω σου κανείς. Περνάς μπροστά από μια είσοδο πολυκατοικίας κοντά στη παλιά αγορά, κοιτάς κλεφτά, ένα κορίτσι αγκαλιάζει ένα αγόρι. Σου φάνηκε πως κάτι του ψιθύρισε στ' αυτί πριν στρέψεις ξανά το βλέμμα σου πίσω στο κενό. Ένα σ' αγαπώ ίσως; ένα αντίο; ποιος ξέρει...

Περπατάς στο κέντρο της πόλης, ξημέρωμα Κυριακής. Το φως του ήλιου, αχνό ακόμα, αρχίζει να δηλώνει την παρουσία του μέσα από χαραμάδες και λαμπυρίσματα σε μικρές νερολακούβες στην άκρη του δρόμου. Θυμάσαι που σου είχε πει κάποτε, "κοίταξε κατάματα το φως του ήλιου νιώσε τις ακτίνες του να ζεσταίνουν το κορμί σου και θα καταλάβεις πόσο δυνατή είναι η αγάπη μου για σένα". Ο παλαβός τα πίστευες, δε σκέφτηκες όμως πως όλοι οι ήλιοι δύουν αργά ή γρήγορα. Τουλάχιστον τώρα ξέρεις...

Περπατάς αμέριμνος, αναπολώντας σκόρπια περιστατικά, καυγάδες, ειρωνεία και τηλεφωνήματα μέσα στη νύχτα. Θυμάσαι που ρωτούσες ποιος ήταν κι αυτή σε κοιτούσε λες και της σκότωνες τη μάνα. Ήξερες αλλά δεν ήθελες να το παραδεχτείς. Νόμιζες πως αν το άφηνες θα έφευγε έτσι όπως ήρθε. Όμως δεν έφευγε. Και ο ήχος του τηλεφώνου σε ξυπνούσε όλο και πιο συχνά. Και υπήρχαν μέρες που δεν ερχόταν καν τα βράδια σπίτι. Το κινητό κλειστό κι εσύ δεν έκλεινες μάτι από την αγωνία μήπως κι έπαθε κάτι, μήπως χρειάζεται βοήθεια! Τελικά εσύ ήσουν αυτός που χρειαζόταν βοήθεια.

Δεν άργησε να έρθει εκείνο το απόγευμα που γύριζες απ' τη δουλειά, μουσκεμένος από τη φθινοπωρινή βροχή και καταϊδρωμένος από τη βιασύνη σου να φτάσεις σπίτι και να της δώσεις το πακέτο που περίμενε υπομονετικά τόσες μέρες κρυμμένο στη ντουλάπα, πίσω από τα κουτιά με τις φωτογραφίες σας, αυτές που κοιτούσες τόσο συχνά πλέον προσπαθώντας να καταλάβεις τι πήγε στραβά. Ήταν η μέρα της επετείου σας. 3 ολόκληρα χρόνια μαζί. Κι ήθελες με αυτή τη αφορμή να συζητήσετε, να προσπαθήσεις να ανακαλύψεις τι φταίει, να βρείτε μια λύση, να γίνουν όλα όπως τότε, που η κάθε σας κίνηση σκορπούσε έρωτα και κατανόηση. Έφτασες σπίτι, έβγαλες τα κλειδιά από τη τσέπη του σακακιού για να ανοίξεις. Η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή. Σκέφτηκες πως θα την ξέχασε ανοιχτή, τώρα τελευταία ήταν πολύ αφηρημένη. Έσπρωξες χαλαρά και οι μεντεσέδες έτριξαν δυνατά και σου φάνηκε σαν να κορόιδευαν την κατάσταση σου. Έσβησες τη σκέψη ενοχλημένος που άφηνες τον εαυτό σου να νομίζει τέτοια πράγματα, ειδικά εκείνη τη μέρα. Ναι. εκείνη τη μέρα θα προσπαθούσες πραγματικά να καταλάβεις. Άφησες τα κλειδιά πάνω στο κομοδίνο, κρέμασες το υγρό σακάκι σου στη πλάτη μιας καρέκλας και προχώρησες προς τη κρεβατοκάμαρα. Έπρεπε να της κάνεις έκπληξη. Τα είχες υπολογίσει όλα. Τα σωστά λόγια, τη σωστή μουσική, ακόμα και το δώρο είχε συμβολική σημασία. Έπρεπε όλα να είναι στην εντέλεια. Δε έπρεπε να έχανες αυτή την ευκαιρία με τίποτα, δεν...!!!! Για μια στιγμή νόμιζες ότι ονειρευόσουν, ότι το ξυπνητήρι θα χτυπούσε ξαφνικά και όλο αυτό το αποτρόπαιο που βλέπουν τα ματάκια σου θα χανόταν ως θλιβερό κατασκεύασμα μιας διεστραμμένης φαντασίας. Προσπαθείς να κρατηθείς από κάπου κι ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου μη μπορώντας να το χωνέψεις. Μα αυτό βρίσκεται ακόμα εκεί ακέραιο και συμπαγές σαν μια οροσειρά όχι από πέτρα όμως και χώμα, αλλά φτιαγμένη από ψέμα, υποσχέσεις και πράξεις χίλιες φορές μετανοιωμένες...

"Το ήξερες ότι θα ‘ρχότανε αργά ή γρήγορα αυτή η στιγμή" σου είχε πει ο Μ. μερικές μέρες αργότερα, σε ένα καφέ κοντά στο Θησείο. "Είμαι σίγουρος ότι το ήξερες". Το ήξερες άραγε; "Δε θέλω να μάθω αν το ήξερα" του είχες πει και σηκώθηκες να τον αποχαιρετήσεις. Στο χέρι σου κρατούσες ένα εισιτήριο για Θεσσαλονίκη. Ναι, στη Θεσσαλονίκη. Πάντα σου άρεσε αυτή η πόλη κι έτσι σκέφτηκες πως θα ήταν μια καλή εποχή για να της χαρίσεις λίγο από τον εαυτό σου. Όχι ότ' είχε μείνει και πολύς βέβαια. Θα ταξίδευες με τραίνο εκείνη τη φορά. Ήθελες να αισθανθείς το μέγεθος της απόστασης. Νόμιζες ότι θα λειτουργούσε μεταβατικά και στο μυαλό σου δίνοντας μια απόσταση ασφαλείας από το παρελθόν. Και είχες δίκιο.

Ξημερώνει Κυριακή, κι εσύ περπατάς κι αναπολείς, και σκέφτεσαι τι σου χε πει εκείνο το βροχερό απόγευμα του Οκτώβρη..."ήσουν απλώς ο εαυτός σου". Ένα αδέσποτο ξεπροβάλει μπροστά σου, σε κοιτά για μια στιγμή με βλέμμα απορημένο, σαν ν' αναρωτιέται τι κάνεις τέτοια ώρα σ' ερημωμένους δρόμους. Κι εσύ απαντάς στο βλέμμα του με εμπάθεια διότι ξέρεις πως ξανά δε θα βρεθείς σ' ερημωμένα μονοπάτια. Το υποσχέθηκες με το που πάτησες το πόδι σου σ' αυτή τη πόλη, θα βρεις το δρόμο σου ξανά κι ας χρειαστεί να περπατήσεις τα χαράματα πολλές φορές ακόμη...

...γιατί είσαι απλώς ο εαυτός σου.


MindBlog Network