Toni Black

Κυριακή, Ιουνίου 18, 2006

μόνος

Πολύς καιρός πέρασε πια ανάμεσα σε ανθρώπους, ψεύτικα χαμόγελα και βλέμματα κενά. Κι όμως υπήρχαν φορές που τα μάτια του έπεφταν πάνω σε άλλα μάτια, μάτια που γνώριζαν την μοναξιά. Κι έτσι μικρές ελπίδες ξεπετάγονταν μέσα απ’ τις στάχτες της καρδιάς του ξέροντας πως υπάρχουν κι άλλοι σαν κι αυτόν, ακόμα κι αν αυτούς δεν τους φυλακίζουν εμπόδια φυσικά.

Πολύς καιρός έχει περάσει πια, κι αυτός κοντά στο τέλος της ζωής του, κάθεται ήρεμα κι αναπολεί στιγμές αδυναμίας και πράξεις γενναίες, εικόνες θολές πια απ’ τη ζωή του στο δάσος, τον πατέρα και τη μητέρα, τους παλιούς του φίλους, τον πρώτο του έρωτα. Νομίζει πως αν κλείσει τα μάτια του όλα θα χαθούν σαν να μην υπήρξαν ποτέ, ένα μεγάλο κακό όνειρο, και θα ξυπνήσει λίγο αργότερα κάτω απ΄ το αγαπημένο του δεντράκι. Εκεί που ακόνισε πρώτη φορά τα νύχια του και κει που έτρεξε και κρύφτηκε εκείνο το βράδυ, λίγο πριν έρθουν και τον πάρουν μακριά απ’ το δάσος του, για πάντα. Και το δεντράκι που τόσο αγαπούσε, δολοφονημένο και μακάβρια πετσοκομμένο σε κάποιο ράφι με μια μισοσβησμένη αυτοκόλλητη τιμή επάνω του.

Ο καιρός περνάει, δεν ξέρει πόσο μπορεί να αντέξει ακόμα. Η μοναξιά του μετατρέπεται σε μια απέραντη θλίψη και δε μπορεί να το σηκώσει άλλο αυτό το βάρος. Μια απ’ αυτές τις μέρες θα τολμήσει, πριν να’ ναι πολύ αργά…


MindBlog Network