Toni Black

Κυριακή, Ιουνίου 18, 2006

μόνος

Πολύς καιρός πέρασε πια ανάμεσα σε ανθρώπους, ψεύτικα χαμόγελα και βλέμματα κενά. Κι όμως υπήρχαν φορές που τα μάτια του έπεφταν πάνω σε άλλα μάτια, μάτια που γνώριζαν την μοναξιά. Κι έτσι μικρές ελπίδες ξεπετάγονταν μέσα απ’ τις στάχτες της καρδιάς του ξέροντας πως υπάρχουν κι άλλοι σαν κι αυτόν, ακόμα κι αν αυτούς δεν τους φυλακίζουν εμπόδια φυσικά.

Πολύς καιρός έχει περάσει πια, κι αυτός κοντά στο τέλος της ζωής του, κάθεται ήρεμα κι αναπολεί στιγμές αδυναμίας και πράξεις γενναίες, εικόνες θολές πια απ’ τη ζωή του στο δάσος, τον πατέρα και τη μητέρα, τους παλιούς του φίλους, τον πρώτο του έρωτα. Νομίζει πως αν κλείσει τα μάτια του όλα θα χαθούν σαν να μην υπήρξαν ποτέ, ένα μεγάλο κακό όνειρο, και θα ξυπνήσει λίγο αργότερα κάτω απ΄ το αγαπημένο του δεντράκι. Εκεί που ακόνισε πρώτη φορά τα νύχια του και κει που έτρεξε και κρύφτηκε εκείνο το βράδυ, λίγο πριν έρθουν και τον πάρουν μακριά απ’ το δάσος του, για πάντα. Και το δεντράκι που τόσο αγαπούσε, δολοφονημένο και μακάβρια πετσοκομμένο σε κάποιο ράφι με μια μισοσβησμένη αυτοκόλλητη τιμή επάνω του.

Ο καιρός περνάει, δεν ξέρει πόσο μπορεί να αντέξει ακόμα. Η μοναξιά του μετατρέπεται σε μια απέραντη θλίψη και δε μπορεί να το σηκώσει άλλο αυτό το βάρος. Μια απ’ αυτές τις μέρες θα τολμήσει, πριν να’ ναι πολύ αργά…

ελιγμός

απωθημένο ενός άπιαστου ονείρου.

Κυριακή, Ιουνίου 11, 2006

μια αντίθεση

η μήπως μια αναίρεση;

για ένα αύριο που δεν έφτασε ποτέ

Συνήθως όταν πέφτω πάνω σε κάποιο μεγάλο δίλημμα, τείνω να σκέφτομαι τη ζωή μου σαν μια ευθεία. Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι ένα σχετικά στενό μονοπάτι οπού γύρω του απλώνεται σκοτάδι ενώ το μόνο ξεκάθαρο πράγμα στο πεδίο όρασης μου είναι τα επόμενα τέσσερα με πέντε βήματα μπροστά μου. Έπειτα οραματίζομαι να περπατώ σ’ αυτό το μονοπάτι, χωρίς να ξέρω που ακριβώς πηγαίνω παρά μόνο έχοντας την εντύπωση μιας ευθείας.

Και τότε μου ‘ρχεται ξαφνικά. Η συνειδητοποίηση ενός μέλλοντος, πάντα σκοτεινού και αβέβαιου. Όπου ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να ξεπροβάλει μέσα απ΄ τις σκιές. Χαρά ή λύπη, ευτυχία, αγάπη, μίσος, έρωτας, ζήλια, πάθος, εγωισμός, όλα τα συναισθήματα μπλέκονται απανωτά και υποδέχονται το άγνωστο με δέος και σεβασμό.

Κι αυτές οι λιγοστές στιγμές διαύγειας είναι τόσο καταλυτικές που τρυπάνε τις αμφιβολίες μου σαν το πιο ισχυρό οξύ, δίνοντας χώρο για νέα και πιο ώριμα συναισθήματα γεμάτα καινούριες ελπίδες για κάτι ακόμη καλύτερο.

Γιατί όπως είπε κάποιος κάποτε, το ταξίδι είναι η ουσία…

Παρασκευή, Ιουνίου 09, 2006

an area which we call...

Τώρα τελευταία έτυχε να πέσει στα χέρια μου η συγκεκριμένη σειρά, (δηλαδή τι έτυχε με το που βρέθηκε μπροστά μου έπεσα με τα μούτρα) κάθισα λοιπόν κι εγώ να δω τα πρώτα επεισόδια καθότι επηρεασμένος από (υπερ)θετικά σχόλια φίλων και γνωστών στο παρελθόν. Και έχω να πω με μεγάλη σιγουριά πλέον πως οποιοσδήποτε ασχολείται έστω και λίγο με science fiction, φανταστική λογοτεχνία και εσωτερισμό γενικότερα ΠΡΕΠΕΙ να την παρακολουθήσει.

Είναι αρκετά αξιοπερίεργο πως η κάθε αυτοτελής ιστορία (25 λεπτών περίπου) θίγει και εξερευνεί θέματα τα οποία, 45 χρόνια πριν, θεωρούνταν όχι μόνο ανεξερεύνητα αλλά και σε μερικές περιπτώσεις, απαγορευμένα.

"There is a fifth dimension beyond that which is known to man. It is a dimension as vast as space and as timeless as infinity. It is the middle ground between light and shadow, between science and superstition, and it lies between the pit of man's fears, and the summit of his knowledge. This is the dimension of imagination. It is an area which we call ... THE TWILIGHT ZONE."

Η ατμόσφαιρα που μας εισάγει ο αφηγητής Rod Serling είναι κυριολεκτικά σαγηνευτική και η ανατρεπτική πλοκή στα περισσότερα επεισόδια θα χαρίσει στους υποψιασμένους και όχι μόνο θεατές ένα ευχάριστο ξάφνιασμα και γιατί όχι κι ένα συνωμοτικό χαμόγελο για τα τεκταινόμενα…

Πληροφορίες για τη σειρά και τα παρακλάδια της μπορείτε να βρείτε εδώ κι εδώ, καθώς και αρκετά επεισόδια εδώ(για το download χρειάζεστε έναν torrent client, σας προτείνω ανεπιφύλακτα αυτόν).

size matters

or so it seems...

Πέμπτη, Ιουνίου 08, 2006

μια διαπίστωση

Κάποιες φορές νοιώθω πως αν κοιτάξω έξω απ’ το παράθυρο, θα δω έναν κόσμο διαφορετικό, αλλοιωμένο κάπως. Ίδιο στην καθημερινή του σύσταση αλλά με κάποιες λεπτομέρειες αλλαγμένες.

Τα χρώματα της θάλασσας και τ’ ουρανού ανεπαίσθητα πιο έντονα, πιο ζωντανά. Τον ορίζοντα ξεκάθαρο ως εκεί που φτάνει το μάτι και στο βάθος πίσω από βουνά και ογκώδη οικοδομήματα, να ξεπροβάλουν ίσα ίσα οι κορυφές πανύψηλων πύργων, προπομπών μιας πόλης φτιαγμένης όχι από χέρια ανθρώπινα, αλλά από αυτούς που έρχονται και φεύγουν, καβάλα στον άνεμο. Αυτούς που αν είσαι τυχερός ίσως μπορέσεις φευγαλέα να αντικρίσεις, να ξεπροβάλουν μέσα απ’ τις σκιές την ώρα που αυτές βρίσκονται στο ζενίθ τους. Την ώρα εκείνη που οι κόσμοι μπλέκονται και τόποι ξένοι αρχίζουν ν’ αχνοφαίνονται στην άκρη του ματιού σου. Την ώρα που όλα απ’ άκρη σ’ άκρη λούζονται απ΄ το μαγευτικό λυκόφως.

Κάποιες φορές κοιτάζω έξω απ΄ το παράθυρο και βλέπω έναν κόσμο διαφορετικό. Τελικά όμως δεν είναι η θέα που έχει αλλάξει παρά μόνο ο εαυτός μου.

Τετάρτη, Ιουνίου 07, 2006

2

for a second chance, please press two.

gimme a hand will ya?

or at least a useless advice whatever suits you.

the rhythm of gray

Κοιτάζω νωχελικά το αστικό τοπίο, αποχρώσεις λευκού, μαύρου και γκρίζου ολόγυρα μου. Κόκκινα φανάρια. Αδιάβροχα. Ο ήλιος έχει αρχίσει να κρύβεται διακριτικά λίγες ώρες πριν τη δύση του δίνοντας το παρόν σε μια μεθυστική ομίχλη. Νοιώθω την υγρασία να διαπερνά βασανιστικά το κορμί μου. Η βροχή έχει σταματήσει εδώ και ώρα αλλά σχεδόν κανείς δε λέει να κρύψει την ομπρέλα του. Άραγε δεν το χουν καταλάβει ακόμα;

Στέκομαι με τα χέρια στις τσέπες κοιτάζοντας το τοπίο. Τα δέντρα ολόγυμνα πλέον μοιάζουν με κατάδικους που προσπαθούν ν’ αποδράσουν απ΄ την πνιγηρή φυλακή του μπετόν. Ένα περιστέρι προσγειώνεται άχαρα μπροστά μου. Σκέφτομαι αν έτυχε κι η φύση ταίριαξε ειρωνικά τα χρώματα του μ’ αυτά της πόλης μου. Κάτι σαν ζωντανό αξεσουάρ μιας τσιμεντένιας άκομψης μεσήλικης κυρίας.

Οι αλλόκοτοι ρυθμοί του dj spooky ερχόμενοι απ’ τα ακουστικά μου, μπλέκονται με τους ήχους της καθημερινότητας. Η λιγοστή κίνηση στους δρόμους, ο άνεμος που χαϊδεύει απαλά τις μεταλλικές επιφάνειες ενός εργοταξίου. Οι ανεπαίσθητες δονήσεις των ηλεκτρικών καλωδίων. Μερικά βιαστικά βήματα στο βρεγμένο οδόστρωμα. Το soundtrack της ζωής μου.

Τρίτη, Ιουνίου 06, 2006

τίποτα για πάντα

Τίποτα ΜΑ ΤΙΠΟΤΑ δε διαρκεί για πάντα...

Κάποια πράγματα όμως διαρκούν τόσο όσο χρειάζεται για να αρχίσουν κάποια άλλα καλύτερα, τα οποία ως δια μαγείας τελειώνουν για να πάρουν τη θέση τους κάποια άλλα χειρότερα...

Και το παιχνίδι συνεχίζεται...

the irony of being yourself

Περπατάς στο κέντρο της πόλης, ξημέρωμα Κυριακής. Γύρω σου κανείς. Περνάς μπροστά από μια είσοδο πολυκατοικίας κοντά στη παλιά αγορά, κοιτάς κλεφτά, ένα κορίτσι αγκαλιάζει ένα αγόρι. Σου φάνηκε πως κάτι του ψιθύρισε στ' αυτί πριν στρέψεις ξανά το βλέμμα σου πίσω στο κενό. Ένα σ' αγαπώ ίσως; ένα αντίο; ποιος ξέρει...

Περπατάς στο κέντρο της πόλης, ξημέρωμα Κυριακής. Το φως του ήλιου, αχνό ακόμα, αρχίζει να δηλώνει την παρουσία του μέσα από χαραμάδες και λαμπυρίσματα σε μικρές νερολακούβες στην άκρη του δρόμου. Θυμάσαι που σου είχε πει κάποτε, "κοίταξε κατάματα το φως του ήλιου νιώσε τις ακτίνες του να ζεσταίνουν το κορμί σου και θα καταλάβεις πόσο δυνατή είναι η αγάπη μου για σένα". Ο παλαβός τα πίστευες, δε σκέφτηκες όμως πως όλοι οι ήλιοι δύουν αργά ή γρήγορα. Τουλάχιστον τώρα ξέρεις...

Περπατάς αμέριμνος, αναπολώντας σκόρπια περιστατικά, καυγάδες, ειρωνεία και τηλεφωνήματα μέσα στη νύχτα. Θυμάσαι που ρωτούσες ποιος ήταν κι αυτή σε κοιτούσε λες και της σκότωνες τη μάνα. Ήξερες αλλά δεν ήθελες να το παραδεχτείς. Νόμιζες πως αν το άφηνες θα έφευγε έτσι όπως ήρθε. Όμως δεν έφευγε. Και ο ήχος του τηλεφώνου σε ξυπνούσε όλο και πιο συχνά. Και υπήρχαν μέρες που δεν ερχόταν καν τα βράδια σπίτι. Το κινητό κλειστό κι εσύ δεν έκλεινες μάτι από την αγωνία μήπως κι έπαθε κάτι, μήπως χρειάζεται βοήθεια! Τελικά εσύ ήσουν αυτός που χρειαζόταν βοήθεια.

Δεν άργησε να έρθει εκείνο το απόγευμα που γύριζες απ' τη δουλειά, μουσκεμένος από τη φθινοπωρινή βροχή και καταϊδρωμένος από τη βιασύνη σου να φτάσεις σπίτι και να της δώσεις το πακέτο που περίμενε υπομονετικά τόσες μέρες κρυμμένο στη ντουλάπα, πίσω από τα κουτιά με τις φωτογραφίες σας, αυτές που κοιτούσες τόσο συχνά πλέον προσπαθώντας να καταλάβεις τι πήγε στραβά. Ήταν η μέρα της επετείου σας. 3 ολόκληρα χρόνια μαζί. Κι ήθελες με αυτή τη αφορμή να συζητήσετε, να προσπαθήσεις να ανακαλύψεις τι φταίει, να βρείτε μια λύση, να γίνουν όλα όπως τότε, που η κάθε σας κίνηση σκορπούσε έρωτα και κατανόηση. Έφτασες σπίτι, έβγαλες τα κλειδιά από τη τσέπη του σακακιού για να ανοίξεις. Η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή. Σκέφτηκες πως θα την ξέχασε ανοιχτή, τώρα τελευταία ήταν πολύ αφηρημένη. Έσπρωξες χαλαρά και οι μεντεσέδες έτριξαν δυνατά και σου φάνηκε σαν να κορόιδευαν την κατάσταση σου. Έσβησες τη σκέψη ενοχλημένος που άφηνες τον εαυτό σου να νομίζει τέτοια πράγματα, ειδικά εκείνη τη μέρα. Ναι. εκείνη τη μέρα θα προσπαθούσες πραγματικά να καταλάβεις. Άφησες τα κλειδιά πάνω στο κομοδίνο, κρέμασες το υγρό σακάκι σου στη πλάτη μιας καρέκλας και προχώρησες προς τη κρεβατοκάμαρα. Έπρεπε να της κάνεις έκπληξη. Τα είχες υπολογίσει όλα. Τα σωστά λόγια, τη σωστή μουσική, ακόμα και το δώρο είχε συμβολική σημασία. Έπρεπε όλα να είναι στην εντέλεια. Δε έπρεπε να έχανες αυτή την ευκαιρία με τίποτα, δεν...!!!! Για μια στιγμή νόμιζες ότι ονειρευόσουν, ότι το ξυπνητήρι θα χτυπούσε ξαφνικά και όλο αυτό το αποτρόπαιο που βλέπουν τα ματάκια σου θα χανόταν ως θλιβερό κατασκεύασμα μιας διεστραμμένης φαντασίας. Προσπαθείς να κρατηθείς από κάπου κι ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου μη μπορώντας να το χωνέψεις. Μα αυτό βρίσκεται ακόμα εκεί ακέραιο και συμπαγές σαν μια οροσειρά όχι από πέτρα όμως και χώμα, αλλά φτιαγμένη από ψέμα, υποσχέσεις και πράξεις χίλιες φορές μετανοιωμένες...

"Το ήξερες ότι θα ‘ρχότανε αργά ή γρήγορα αυτή η στιγμή" σου είχε πει ο Μ. μερικές μέρες αργότερα, σε ένα καφέ κοντά στο Θησείο. "Είμαι σίγουρος ότι το ήξερες". Το ήξερες άραγε; "Δε θέλω να μάθω αν το ήξερα" του είχες πει και σηκώθηκες να τον αποχαιρετήσεις. Στο χέρι σου κρατούσες ένα εισιτήριο για Θεσσαλονίκη. Ναι, στη Θεσσαλονίκη. Πάντα σου άρεσε αυτή η πόλη κι έτσι σκέφτηκες πως θα ήταν μια καλή εποχή για να της χαρίσεις λίγο από τον εαυτό σου. Όχι ότ' είχε μείνει και πολύς βέβαια. Θα ταξίδευες με τραίνο εκείνη τη φορά. Ήθελες να αισθανθείς το μέγεθος της απόστασης. Νόμιζες ότι θα λειτουργούσε μεταβατικά και στο μυαλό σου δίνοντας μια απόσταση ασφαλείας από το παρελθόν. Και είχες δίκιο.

Ξημερώνει Κυριακή, κι εσύ περπατάς κι αναπολείς, και σκέφτεσαι τι σου χε πει εκείνο το βροχερό απόγευμα του Οκτώβρη..."ήσουν απλώς ο εαυτός σου". Ένα αδέσποτο ξεπροβάλει μπροστά σου, σε κοιτά για μια στιγμή με βλέμμα απορημένο, σαν ν' αναρωτιέται τι κάνεις τέτοια ώρα σ' ερημωμένους δρόμους. Κι εσύ απαντάς στο βλέμμα του με εμπάθεια διότι ξέρεις πως ξανά δε θα βρεθείς σ' ερημωμένα μονοπάτια. Το υποσχέθηκες με το που πάτησες το πόδι σου σ' αυτή τη πόλη, θα βρεις το δρόμο σου ξανά κι ας χρειαστεί να περπατήσεις τα χαράματα πολλές φορές ακόμη...

...γιατί είσαι απλώς ο εαυτός σου.

Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2006

μοναξιά μου όλα; μοναξιά μου με τίποτα!

"αγαπάμε τις γυναίκες, σε σχέση με το ότι είναι παράξενες για μας..." Νίτσε


Και τι κι αν νοιώθεις συναισθήματα τρελά και μονομιάς τα πάντα γύρω σου χορεύουν ένα ξέφρενο χορό, σκέφτεσαι πως για σένα όλα αυτά είναι ουτοπικά, πως κάτι πήγε στραβά ρε παιδί μου, ένα λάθος στο τελωνείο, μια συνεννόηση πήρε τη κάτω βόλτα κι όλα αυτά τα παλαβά και τα ωραία που σε κατέκλυσαν από τη μια στιγμή στην άλλη προορίζονταν για κάποιον άλλο, κάποιον διαφορετικό από σένα, το γείτονα σου το Λ. που λιβανίζει την απέναντι τόσα χρόνια, ίσως τον τύπο που είδες να την πέφτει σε μια παρέα κοριτσιών έξω από το Θερμαϊκό τις προάλλες, ή ακόμα το γάτο της πλατείας, ναι εκείνον τον παρδαλό που καμιά θηλυκιά δεν τον πλησιάζει...

...πάντως όχι εσένα!

Και κει που 'σαι μες την αντάρα και τη σύγχυση λόγω του αναπάντεχου ευτυχήματος ξαφνικά κάτι αστράφτει μέσα σου, σαν να έσκαβαν 20 χρόνια μες τη λάσπη και τα πετρώματα χωρίς ελπίδα και να 'ρχονται και να σου λένε άξαφνα μια μέρα, "χτυπήσαμε φλέβα, κύριε είσθε εκατομμυριούχος". Και συ να σκέφτεσαι "μπαα.. άνθρακες ο θησαυρός, άνθρακες...από τέτοια ξέρουμε είμαστε μαθημένοι εδώ και χρόνια..." καθότι σίγουρος πλέον για την αδιάλλακτη λογική σου και την χρόνια εμπειρία πάνω στο θέμα. Έλα μου όμως που η ρωγμή φαντάζει πολύ αστραφτερή για να μην είναι αληθινή, κι εσύ αρχίζεις να προσέχεις μια φασαρία μέσα σου να ακούγεται απ΄ το βάθος. Επιλέγεις να μη δώσεις σημασία. Όμως η φασαρία γίνεται όλο και πιο δυνατή κι όλο και πιο δυνατή, τόσο δυνατή που αρχίζει να καλύπτει τις σκέψεις σου, το μυαλουδάκι σου θολώνει, τα μάτια σου δακρύζουν για μια στιγμή. Είναι δυνατόν; Είναι η καρδιά σου που μαλώνει με το νου, στήνεις αυτί ν' ακούσεις και μένεις έκπληκτος με τα λεγόμενά τους. Κι ακαριαία, όπως τότε που ήσουνα μικρός και έχωσες το κουλό σου μες στη πρίζα, νοιώθεις ένα μικρό ηλεκτροσόκ μες το μυαλό σου...

Η φασαρία έχει σταματήσει και μόνο σκόρπιες σκέψεις αιωρούνται πλέον μες το κεφάλι σου...τι φαγητό να φτιάξω σήμερα...ίσως θα ήταν καλή ιδέα μια βόλτα από τον οδοντίατρο αυτή τη βδομάδα...να θυμηθώ να πε...!!!! ξαφνικά όλα γύρω σου φαντάζουν να κινούνται πιο γρήγορα, τα χέρια σου αρχίζουν να μουδιάζουν, δε σε νοιάζει ότι κι αν φας, ναι η βόλτα στον οδοντίατρο ήταν φοβερή ιδέα, δε σε φοβίζει πλέον ο τροχός, όλα πάνε ακόμα πιο γρήγορα πιάνεσαι από κάπου να κρατηθείς θυμάσαι όλους σου τους έρωτες τους βλέπεις να ξεθωριάζουν και να σκάνε σα σαπουνόφουσκες, οι σκέψεις σου ταξιδεύουν ταχύτατα, βρίσκεσαι σ' ένα σπίτι με πολλούς ανθρώπους είναι τα πρώτα σου γενέθλια δεν έσβησες εσύ το πρώτο σου κεράκι κάποιος άλλος γιόρτασε τη ζωή σου για σένα εκείνη την ημέρα, τα χέρια σου έχουν μουδιάσει τελείως, οι σκέψεις σου σε στέλνουν κάπου ψηλά πολύ ψηλά ο αέρας φυσάει πολύ δυνατά, μετά βίας κρατάς το κορμί σου απ' το να πέσει, μια φωνή σου ψιθυρίζει "τολμάς;", προσπαθείς να δεις ποιος είναι αλλά δε μπορείς να γυρίσεις ο αέρας σε 'χει καθηλώσει, κρύος ιδρώτας σε λούζει απ' τη κορφή ως τα νύχια, δε ξέρεις τι σου συμβαίνει όλα αρχίζουν να γυρίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κρύο και ζέστη σε χτυπούν ταυτόχρονα απ' όλες τις μεριές, δε μπορείς ν' αντέξεις άλλο παραδίνεσαι και πέφτεις στο κενό σαν άψυχο κουφάρι, όλο και πιο βαθιά όλο και πιο βαθιά... Η ΚΑΡΔΙΑ ΝΙΚΗΣΕ!

Ανοίγεις τα μάτια σου σιγά και αντικρίζεις φως. Τυχαίες φωνές σε καλωσορίζουν αδιάφορα πίσω στη πραγματικότητα. Σωστά, βρίσκεσαι στο καθιστικό σου, ξημερώματα Σαββάτου. Κοιτάς στην τηλεόραση, "ένας στους τέσσερις κερδίζει! εθνικό λαχείο!". Σκέφτεσαι πως δεν ήσουνα σχεδόν πότε αυτός ο "ένας στους τέσσερις". Τουλάχιστον τα τελευταία 10 χρόνια... Βέβαια όταν ήσουνα μικρός ίσως υπήρξες τυχερός αλλά αυτό ήταν μια ιστορία ξεχασμένη πια... Σηκώνεσαι να πας μέχρι το ψυγείο και ένα μικρό γαργαλητό εισβάλει χωρίς προειδοποίηση το καμπουριασμένο σου στήθος. Δε δίνεις σημασία και συνεχίζεις προς την κουζίνα, σέρνοντας βαριεστημένα τις παντόφλες σου. Να σου όμως που το επίμονο γαργαλητό παραμερεί τη θέση του σε μια αόριστη ευεξία. Κοντοστέκεσαι. Αφουγκράζεσαι το στήθος σου θορυβημένος κάπως από τη θύμηση του γιατρού σου να λέει πως το παρακάνεις τώρα τελευταία με τη δίαιτα σου. Ακουμπάς το στήθος σου με περιέργεια και μια συνειδητοποίηση, πιο συμπαγής κι από παγόβουνο χτυπάει το φτωχό σου μυαλουδάκι! Η ΚΑΡΔΙΑ ΝΙΚΗΣΕ!

Δε μπορείς ακόμα να πιστέψεις τι συνέβη μόλις τώρα. Σκέφτεσαι όλα αυτά που προηγήθηκαν, εκείνη την τυχαία γνωριμία πριν από λίγο καιρό, τα αμήχανα χαμόγελα, το πρώτο άγγιγμα, το πρώτο σας φιλί. Θυμάσαι πως της είχες πει θα της τηλεφωνήσεις. Τώρα ξέρεις. Θα της τηλεφωνήσεις. Και θα της πεις πως θέλεις να την ξαναδείς. Και θα την ξαναδείς. Κι όταν βρεθείτε θα της πεις πως η καρδιά σου νίκησε το απέραντο εγώ σου, θα την αγγίξεις τρυφερά, θα τη φιλήσεις σαν να ναι η πρώτη σου φορά και με λαχτάρα θα κοιτάξεις μες τα μάτια της. Και αυτή θα σου πει...


MindBlog Network